Ο καθηγητής Ανοσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, Ιωάννης Λάμπρης, αποτελεί παγκοσμίως αναγνωρισμένο επιστήμονα στο χώρο της Ιατρικής και Μοριακής Έρευνας στο πεδίο της Ανοσολογίας, και ειδικότερα της μελέτης του συμπληρώματος, μιας ομάδας πρωτεϊνών καθοριστικών για την λειτουργία του ανοσολογικού μας συστήματος.

Η πολυετής έρευνα του ίδιου και της ομάδας του στο συγκεκριμένο πεδίο συνέβαλε καθοριστικά στη διαλεύκανση των μηχανισμών αλλά και την ανάπτυξη θεραπειών για την ανοσοθρόμβωση, η οποία στη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 έχει αναδειχθεί ως βασικός μηχανισμός για την παθολογία της νόσου. Ελληνικό πειραματικό φάρμακο που εφηύρε ο Έλληνας Καθηγητής και αναπτύσσει κλινικά η φαρμακευτική του εταιρία δοκιμάστηκε σε ασθενείς με βαριά COVID-19 σε τέσσερα ελληνικά νοσοκομεία, στο πλαίσιο κλινικής δοκιμής φάσης ΙΙ που παρότι έδειξε πολύ ενθαρρυντικά ενδιάμεσα αποτελέσματα, έμεινε ημιτελής γιατί δεν υποστηρίχθηκε οικονομικά από την χώρα. Είναι αξιοσημείωτο, όπως αναφέρει ο ίδιος, ότι άλλες κλινικές προσπάθειες βασισμένες σε φαρμακευτικό σκεύασμα προερχόμενο από το εξωτερικό έτυχαν ευρείας υποστήριξης στο ίδιο χρονικό διάστημα χωρίς μέχρι σήμερα να έχουν δει το φως σαφή κλινικά αποτελέσματα.

Σε ειδική τελετή που πραγματοποιήθηκε πριν από λίγες μέρες στην Αλεξανδρούπολη, ο καθηγητής Λάμπρης ανακηρύχθηκε σε επίτιμο Καθηγητή του Τμήματος Ιατρικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, με το οποίο διατηρεί συνεργασία επί δύο δεκαετίες, στηρίζοντας τις ερευνητικές του προσπάθειες και την μετεκπαίδευση των φοιτητών του.

“Ζωντανή ιστορία της ανοσολογίας”

Ο καθηγητής Παθολογίας στο ΔΠΘ, Κωνσταντίνος Ρίτης, χαρακτήρισε τον Ιωάννη Λάμπρη ως “ζωντανή ιστορία της ανοσολογίας” και περιέγραψε τα βήματα της εικοσαετούς συνεργασίας μαζί του, που ξεκίνησε από ένα δειλό τηλεφώνημα και οδήγησε σε κοινές δημοσιεύσεις και κλινικές δοκιμές για την αναζήτηση λύσεων απέναντι στην COVID-19.

“Όταν του τηλεφώνησα πρώτη φορά είχα το άγχος της επιστημονικής απόστασης – αυτός ήταν εκεί πάνω! – και πώς θα με αντιμετώπιζε. Στο πρώτο ήδη λεπτό μιλούσα με έναν άνθρωπο με την άνεση που θα αντιστοιχούσε στο να γνωριζόμασταν χρόνια”, θυμήθηκε και αναφέρθηκε σε σταθμούς της συνεργασίας τους, που μόλις ξεκινούσε.

Το 2006 δημοσίευσαν μαζί για πρώτη φορά τη σύνδεση του συμπληρώματος και των ουδετερόφιλων με τον μηχανισμό της θρόμβωσης. “Φυσικά, τότε δεν ξέραμε ότι περιγράφαμε τον μηχανισμό της ανοσοθρόμβωσης, της σύνδεσης δηλαδή της φυσικής ανοσίας με τη θρόμβωση, ορισμός ο οποίος διατυπώθηκε το 2012. Και φυσικά δεν ξέραμε ότι αυτή η οντότητα, η ανοσοθρόμβωση, μετά από 15 χρόνια θα ήταν η βασική παθολογία και αιτία θανάτου στην COVID-19…”, τόνισε.

Αναφέρθηκε στην έρευνα του καθηγητή Λάμπρη στο συγκεκριμένο πεδίο από το 2007 ως το 2020 και στην ανάπτυξη του ΑΜΥ-101, του “τρίτης γενιάς” πεπτιδίου – αναστολέα της πρωτεΐνης C3 του συμπληρώματος που ανακαλύφθηκε στο εργαστήριό του και αναπτύσσεται ως πειραματικό φάρμακο από την φαρμακευτική εταιρεία “Αμύντας”.

Το 2020, “μετά την πρώτη αιφνιδιαστική ομοβροντία που δεχτήκαμε από την COVID-19 ξεχωρίζουμε αμέσως τον ρόλο του συμπληρώματος και των ουδετεροφίλων. Δημοσιεύουμε με τον Γιάννη τα πρώτα παγκόσμια πειραματικά δεδομένα που περιέγραφαν τον οδικό χάρτη των μηχανισμών της ανοσοθρόμβωσης στην COVID-19, δεδομένα που μέχρι και το τέλος της πανδημίας αποτελούν οδηγό των θεραπευτικών επιλογών της νόσου”, τόνισε ο κ. Ρίτης.

Ακολούθησε η κλινική δοκιμή του ΑΜΥ-101 σε τέσσερα νοσοκομεία της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων και το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης που είχε και το συντονισμό της μελέτης (καθηγητές Κ. Ρίτης και Π. Σκένδρος, Α’ Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική ΔΠΘ). “Τα αποτελέσματα αυτής της δοκιμής μας έκαναν αφενός μεν σοφότερους στην κατανόηση και αντιμετώπιση των πολύπλοκων ανοσιακών φλεγμονών, αφετέρου δε το δοκιμασμένο ασφαλές φάρμακό του ενισχύει σημαντικά τη φαρμακευτική φαρέτρα της ανοσολογίας”, κατέληξε ο καθηγητής.

“Δεν υποστηρίχθηκε”